inmoralidad - ορισμός. Τι είναι το inmoralidad
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι inmoralidad - ορισμός


inmoralidad      
sust. fem.
Falta de moralidad, desarreglo en las costumbres. Acción inmoral.
inmoralidad      
inmoralidad
1 f. Cualidad de inmoral.
2 Acción inmoral: "Cometer inmoralidades".
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για inmoralidad
1. Y si se hace además por razones ideológicas, una inmoralidad.
2. Es una inmoralidad, o, al menos, un desprecio por las circunstancias del responsable, sin duda.
3. En contraste con sus orígenes históricos destaca la inmoralidad de este nuevo capitalismo, patio de Monipodio de oportunistas e indeseables.
4. Creía que su trabajo era perverso e inmoral, y que eran "agentes" que servían para propagar esa perversión e inmoralidad hacia la gente decente÷ hacían caer en el pecado a los ciudadanos puros.
5. Gore denunció ante 500 delegados la inmoralidad de no combatir el cambio climático y pidió "una relación con el sistema ecológico radicalmente nueva". Tras exponer las evidencias del problema avalado por informes científicos.
Τι είναι inmoralidad - ορισμός